- δευτερεύω
- βρίσκομαι ή έρχομαι δεύτερος στη σειρά: Η διασκέδαση δευτερεύει στην καθημερινότητά μας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δευτερεύω — to be second pres subj act 1st sg δευτερεύω to be second pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δευτερεύω — (AM δευτερεύω) [δεύτερος] 1. είμαι ο δεύτερος, κατέχω την αμέσως επόμενη θέση μετά τον πρώτο 2. δεν έχω μεγάλη σημασία ή αξία, βρίσκομαι σε κατώτερη θέση («ασχολείται με δευτερεύοντα θέματα») μσν. νεοελλ. ο Δευτερεύων τιμητικό οφφίκιο που… … Dictionary of Greek
δευτερεύσει — δευτερεύω to be second aor subj act 3rd sg (epic) δευτερεύω to be second fut ind mid 2nd sg δευτερεύω to be second fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δευτερευόντων — δευτερεύω to be second pres part act masc/neut gen pl δευτερεύω to be second pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δευτερεῦον — δευτερεύω to be second pres part act masc voc sg δευτερεύω to be second pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δευτερεύει — δευτερεύω to be second pres ind mp 2nd sg δευτερεύω to be second pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δευτερεύοντα — δευτερεύω to be second pres part act neut nom/voc/acc pl δευτερεύω to be second pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δευτερεύοντι — δευτερεύω to be second pres part act masc/neut dat sg δευτερεύω to be second pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δευτερεύουσι — δευτερεύω to be second pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) δευτερεύω to be second pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δευτερεύουσιν — δευτερεύω to be second pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) δευτερεύω to be second pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)